- σέδετον
- σέδετον, τό,= Lat.A sedes, in pl., Cod.Just.1.4.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέδετον — sedes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέδετον — τὸ, Α 1. στρατιωτικός καταυλισμός 2. στον πληθ. τὰ σέδετα οικισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sedes, is (< sedeo) «έδρα, διαμονή, κατοικία»] … Dictionary of Greek
σέδετα — σέδετον sedes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)